Προσευχή του ξηνιτεμένου Χανιώτη
Αυτή τη νύχτα που με πνίγει η ξενιτειά |
Τη Βικτωρίτσα να πειράζω στα στενά
και το Μανώλη και το Λούση το χαμάλη.
Μες στα σοκάκια να χαθώ του Τοπανά
στα Μπιτσαχτίδικα και στο Κρυοβρυσάλι,
να πιω στη χούφτα, το νερό του έτσι απλά
και χαρουμπία να πιω, με χιόνι απ' τις
Μαδάρες.
Φιλί στο Κάτολα να πάρω απ' την Αμπλά
κι από το Μάραθα βλαστήμιες και κατάρες.
Μες στη Τριμάρτυρη θα μπω μ' ένα κερί,
θ' ανάψω χρόνια τώρα τόκανα το τάμα,
ναρχόταν πίσω ξάφνου οι όμορφοι καιροί,
(αυτό ποτέ
που δεν θα γείνει
πιά το θάμα ...).
Κι ύστερα νάρθω στ' Ακρωτήρι τη βραδιά,
π' αθίζει ο σκίνος κι η μυρτιά και το θυμάρι
στου Μαστορίδη τη βεράντα τσικουδιά,
με λίγα αμύγδαλα και μέλι και φεγγάρι
και μεθυσμένος όπως θάμαι από χαρά,
θα ξεφαντώσω ώσπου ο Ήλιος ν' ανατείλει.
Να εκδικηθώ κι εγώ τη φτώχεια μια φορά,
στή ξενητειά παιδί σχεδόν που
μ'είχε στείλει.
Θέ μου ας γινόταν όλα απόψε ξαφνικά
...
σώνει ο καημός, κι η μέρα η άλλη πριν να
φτάσει,
σύρετο εκεί στα κυπαρίσσια τ' Αη Λουκά,
το κουρασμένο μου κορμί να ξαποστάσει.
|
(αυθεντικό ποιημα του Γιάννη Γυπάκη)